- εξάρτηση
- η (Α ἐξάρτησις) [εξαρτώ]το αποτέλεσμα τού εξαρτώ, η ανάρτηση, το κρέμασμανεοελλ.1. η υπαγωγή κάποιου στην εξουσία ή στη διάθεση άλλου ατόμου, συνόλου ή καταστάσεως («εξάρτηση από την κρατική οργάνωση»)2. λογική εξάρτηση, αλληλεξάρτηση3. γραμμ. η σχέση ανάμεσα στον όρο που προσδιορίζει και αυτόν που προσδιορίζεται («εξάρτηση τού αντικειμένου από το ρήμα»)4. (πολιτ.) η υπαγωγή μιας χώρας στον απόλυτο ή μερικό πολιτικοοικονομικό έλεγχο μιας άλλης, χωρίς ενσωμάτωση τής πρώτης στη χώρα που ασκεί τον έλεγχο5. (ψυχολ.) «συναίσθημα εξαρτήσεως» — το συναίσθημα κατά το οποίο το άτομο συναισθάνεται εξαρτημένο είτε από άλλο άτομο (γονέα, διδάσκαλο κ.λπ.) είτε από το άπειρο και υποτάσσεται σε μερικές υπερατομικές αρχές που κείνται έξω από τη βούληση του6. τεχνολ. συνών. τού ανάρτηση*7. (γυμν.) η στήριξη και αιώρηση τού σώματος τού αθλητή, με τη βοήθεια τών χεριών, από την ξύλινη ή ατσάλινη οριζόντια ράβδο τού μονόζυγου ή τού δίζυγου, ως προκαταρκτική φάση τών περιστροφών και αναρριχήσεων σε υπερκείμενα κατακόρυφα ή διαγώνια όργανααρχ.1. συνοχή ή συναρμογή τών μερών ενός σώματος μεταξύ τους2. το κρέμασμα ενός βάρους.
Dictionary of Greek. 2013.